- καμπυλώνω
- καμπύλωσα, καμπυλώθηκα, καμπυλωμένος, κάνω κάτι καμπύλο, το κυρτώνω: Καμπύλωσε λίγο το κεφάλι σου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καμπυλώνω — και καμπυλώ (Μ καμπυλῶ, όω) [καμπύλος] 1. κάνω κάτι καμπύλο, τό κυρτώνω, τό κάμπτω, τό λυγίζω 2. (το μέσ. και παθ.) καμπυλώνομαι και καμπυλοῡμαι, όομαι γίνομαι καμπύλος, κυρτώνομαι … Dictionary of Greek
αγγριφώνω — [αγγρίφι] 1. κυρτώνω κάτι σαν άγκιστρο, καμπυλώνω 2. αναρριχώμαι, σκαρφαλώνω 3. αγγριφίζω* … Dictionary of Greek
ανακυρτώνω — κάνω κάτι κυρτό, καμπυλώνω ή κυρτώνω εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκυρτος. ΠΑΡ. ανακύρτωση] … Dictionary of Greek
επισιμώ — ἐπισιμῶ, όω (Α) 1. κυρτώνω, καμπυλώνω 2. στρέφω την πορεία μου προς τα πλάγια («ὁ δ’ ‘Αγησίλαος ἰδών ταῡτα πρὸς ἐκείνους μὲν οὐκ ἦγεν ἐπισιμώσας δὲ πρὸς τὴν πόλιν ᾔει», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σιμώ (< σιμός) «ζαρώνω τη μύτη μου κάμπτω»] … Dictionary of Greek
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek
καμπουριάζω — [καμπούρης] 1. (αμτβ.) βγάζω στην πλάτη μου καμπούρα, γίνομαι καμπούρης, κυρτώνομαι («πρόσεχε να μην καμπουριάζεις όταν περπατάς») 2. (μτβ.) κάνω κάτι κυρτό, κυρτώνω, λυγίζω, καμπυλώνω («μέ καμπούριασαν τα βάσανα») 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ … Dictionary of Greek
καμπυλώ — (Μ καμπυλῶ, όω) βλ. καμπυλώνω … Dictionary of Greek
καμπύλος — η, ο (AM καμπύλος, ον) αυτός που σχηματίζει καμπή, κυρτός, γυριστός, καμπουρωτός νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η καμπύλη (ενν. γραμμή) 1. γραμμή που μεταβάλλει διαρκώς και σε κάθε σημείο της διεύθυνση, χωρίς όμως να σχηματίζει πουθενά γωνία 2. μαθ. ο… … Dictionary of Greek
καταγρυπώ — καταγρυπῶ, όω (Α) κάνω κάτι καμπύλο, καμπυλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γρυπῶ (< γρυπός «γαμψός, κυρτός»)] … Dictionary of Greek
κυκλώνω — (AM κυκλῶ, όω, Μ και κυκλώνω) [κύκλος] 1. περιβάλλω απ όλες τις πλευρές, περιτριγυρίζω (« Ωκεανός... κυκλοῑ χθόνα», Ευρ.) 2. σχηματίζω κλοιό γύρω από κάτι ή κάποιον, περικυκλώνω (α. «η αστυνομία έχει κυκλώσει το σπίτι» β. «πόλιν... κυκλώσας Αρει… … Dictionary of Greek